- σέβασις
- -άσεως, ἡ, Α [σεβάζομαι]1. σεβασμός, σέβας2. λατρεία, θαυμασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεβάσεις — σέβασις reverence fem nom/voc pl (attic epic) σέβασις reverence fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέβασμα — το, ΝΑ [σεβάζομαι] νεοελλ. στον πληθ. τα σεβάσματα τα σέβη («τα σεβάσματά μου στους γονείς σου») αρχ. 1. η σέβασις* 2. αντικείμενο σεβασμού και θαυμασμού … Dictionary of Greek
σεβάσεως — σεβάσεω̆ς , σέβασις reverence fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)